11/04/2015

Της διπλανής πόρτας

Βγήκε στο δρόμο σαν υπνωτισμένη.

Τόσες σκέψεις μέσα σε ομίχλη.  

Αρχισε να περπατάει άσκοπα. Τα μάτια στο δρόμο.  Κλωτσούσε κάθε μικρό πετραδάκι που βρισκόταν μποροστά της και μαζί του κάθε αφόρητη σκέψη.

Δεν ήθελε να δεχτεί αυτό που τής έλεγε η φωνή που στρίγγλιζε μέσα στο κεφάλι της.

Ενοιωθε ότι θα τρελλαινόταν αν το πίστευε.

Εικόνες απ΄το παρελθόν άρχισαν να πέφτουν σαν τραπουλόχαρτα μπροστά στα μάτια της.

Μετά από τόσα χρόνια δεν πίστευε ότι θα τον ξανάβλεπε.  Μήπως πίστευε και όλη τη σκηνή που ξετυλίχτηκε μπροστά της!

Τότε ήταν ακόμα παιδί του σχολείου.  Τότε πού το σπίτι ήταν γεμάτο από αυτούς που αγαπούσε. Ο μπαμπάς, η μαμά, η γιαγιά.  Δεν ένοιωθε κανένα κίνδυνο.  Τους τακωμούς τούς είχε συνηθίσει από τα μικράτα της και δεν σήμαιναν πιά τίποτα.

Στενούς οικογενειακούς φίλους δεν είχαν.  Ετσι τής έκανε εντύπωση όταν Αυτός άρχισε να μπαινοβγαίνει με τόση άνεση στο σπίτι τους.  Στα παιδικά της μάτια δεν ήταν νέος στα 26 του.  Ούτε όμορφος.  Μόνο γοητευτικός με τα σκληρά χαρακτηριστικά του και το ηγετικό επάγγελμα: αστυνομικός!

Συχνά έμοιαζε να παίρνει ίσο ρόλο μ΄αυτόν του πατέρα κι αυτό την ξένιζε και την ενοχλούσε.  

Σύντομα άρχισε να την πλησιάζει πιό τρυφερά, πιό ιδιαίτερα και προσωπικά.  Συχνά την .....άγγιζε.  Κάτι της θύμιζε αυτό το άγγιγμα.  Κάτι που είχε κρυφτεί στις σκοτεινές γωνιές κάποιας ανάμνησης αλλά δε μπορούσε να το φέρει στο φως.  

Σιγά σιγά γινόταν όλο και πιό ξεχωριστός, σημαντικός.  Τις στιγμές που βρισκόταν γύρω της, τις περίμενε με ανυπομονησία.  Και μιά τέτοια στιγμή ήταν το σούρουπο που βρέθηκαν μόνοι.  Οι γονείς έλειπαν κι Αυτός χτύπησε την πόρτα.  Τρελλή χαρά μέσα της.

Σε λίγα λεπτά η ατμόσφαιρα φορτίστηκε.  Εγιναν τόσα που δεν είχαν ξανασυμβεί. Ανάμικτα συναισθήματα και όλα άγνωστα ως τη στιγμή εκείνη.

Από εκείνη την στιγμή ήταν πιά "δικός της" όπως πίστευε με αφέλεια.  

Οι γονείς διέκοψαν την παράλληλη πορεία τους!  Από πάντα η ζωή τους κυλούσε επάνω σε τεντωμένο σκοινί.  Δεν της έκανε εντύπωση.  Δεν την ένοιξα τόσο αφού Αυτός συνέχιζε να υπάρχει γύρω της.  

Μιά δυό φορές η ατμόσφαιρα στο σπίτι γινόταν παράξενη.  Κάτι που την έβαζε σε σκέψεις. Οπως εκείνο το βράδυ που Αυτός ήλθε αργά στο σπίτι και κλείστηκαν με τη μητέρα σ΄ένα δωματιο γιατί είχαν να μιλήσουν.....  Τι θα μπορούσαν να πουν που να μη την αφορά!

Και μετά ξαφνικά χάθηκε....  Οσο ξαφνικά είχε παρουσιαστεί!

Το ζευγάρι του τρίτου χώρισε....  Και τότε έμαθε πως Αυτός ερχόταν στο σπίτι τους για να μπορεί να βλέπει τον παράνομο έρωτά του:  την γυναίκα του τρίτου!


Πέρασαν χρόνια!  Η ζωή άλλαξε μορφές.

Μέχρι εκείνο το βράδυ που ξαναφάνηκε στην πόρτα τους. Αν και καθόλου παιδί πιά, νόμισε πως ήλθε να τη βρεί.  Είχε ανάμιχτα συναισθήματα.

Ξαφνικά είδε τη μητέρα αναστατωμένη να κλαίει και πάλι, όπως παλιά, κλείστηκαν σ’ένα δωμάτιο γιατί είχαν να πουν......   Ομως δεν ήταν παιδί πιά.  Και άρχισαν όλα να μπαίνουν στη θέση τους.  Τα μικρά κομματάκια του πάζλ στριμώχτηκαν το καθένα όπου ταίριαζε.

Και τότε ήταν που το δωμάτιο έγινε μια θηλειά που την ένοιωσε γύρω απ’το λαιμό της.  Πετάχτηκε στο δρόμο κι άρχισε να βαδίζει χωρίς σκοπό.......

Της έμεινε μιά πίκρα, που δε θα έσβησε ποτέ.   Ακόμα κι όταν τον αναζήτησε μετά από χρόνια, όταν η μητέρα δεν υπήρχε πιά, γιά να μάθει ότι Αυτός είχε χαθεί νωρίτερα με άσχημο τέλος.

Αναρωτήθηκε, πόσο κακό να’χε κάνει στη ζωή του.  Τουλάχιστον εκείνη μπορούσε ν’αναμετρήσει δύο χαλασμένα σπιτικά και μιά χαμένη αθωότητα.  Και ποιός ξέρει και πόσα άλλα!